- ᾠάριον
- ᾠάριον [pron. full] [ᾰ], τό, Dim. of ᾠόν,A small egg, Ephipp.24, Anaxandr.77, BGU781v6:
ὠάρια σιδηρᾶ Hsch.
s.v. κυάθους.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠάρια σιδηρᾶ Hsch.
s.v. κυάθους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ᾠάριον — small egg neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠάρια — ᾠάριον small egg neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμαντάριον — ἱμαντάριον, τὸ (Α) μικρός ιμάντας, λουράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον, ωάριον)] … Dictionary of Greek
ωάριο(ν) — το/ ᾠάριον, ΝΜΑ υποκορ. μικρό αβγό, αβγουλάκι νεοελλ. βιολ. ο θηλυκός γαμέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠόν + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
ωοθηκεκτομή — η, Ν ιατρ. αφαίρεση ωοθήκης με χειρουργική επέμβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθήκη + εκτομή. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. ovariectomie < ovari (< λατ. ovarium < ὠάριον) + ectomie (< εκτομή)] … Dictionary of Greek